Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Πολύφερνος γαμπρός, με γαλλικά και πιάνο...


Λίγα λόγια, απλά και σταράτα… Μια σκέψη, που «κλωθογυρίζει» στο μυαλό εδώ και λίγες ημέρες και δεν σταματάει να μου προκαλεί γέλιο, μέχρι δακρύων συχνά… Για το νέο απόκτημα του Παναθηναϊκού, τον Ζαν Αλέν Μπουμσόνγκ δηλαδή, έχουν ήδη ειπωθεί, ακουστεί και γραφτεί πολλά… Σε συνδυασμό με όλα αυτά, καθώς και με την εικόνα, που αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα όχι μόνο των δικών του ικανοτήτων, αλλά και του καθενός, μπορεί κανείς να διαμορφώσει αβίαστα τη δική του γνώμη για την ποδοσφαιρική αξία του Γάλλου αμυντικού… Και μπορεί αυτή να είναι καλή, μπορεί να είναι και κακή. Ό,τι και αν πούμε, άλλωστε, τώρα, η όποια αλήθεια θα φανεί στο γήπεδο, στον αγωνιστικό χώρο, όταν αρχίσουν οι επίσημες αγωνιστικές υποχρεώσεις των νταμπλούχων Ελλάδας.

Μέχρι τότε, όμως, ας χαλαρώσουμε λίγο, παιδιά… Και ας σταματήσει αυτή η αστεία, έως και γραφική, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, απόπειρα διάφορων μέσων ενημέρωσης να μας κάνουν να ξεχάσουμε ότι ο Γάλλος δεν είναι Κρις, δεν είναι Γκαλάς, δεν είναι καν Μαρτσένα ή Μπορντόν, δεν είναι ο «killer» ή το «hummer» που έψαχναν οι «πράσινοι», δεν ήταν καν μέσα στην πρώτη πεντάδα των επιλογών του Νίκου Νιόπλια (που, προς τιμήν του, το παραδέχθηκε ευθύς εξ αρχής).

Εντάξει; Ας σταματήσει αυτό το αστείο με τον παίκτη, που αρχικά δήλωνε ότι δεν ήθελε να έρθει στον Παναθηναϊκό και τώρα εμφανίζεται να ζητά εντυπωσιασμένος πληροφορίες για την ιστορία της ομάδας και για το ένδοξο παρελθόν της. Ας σταματήσει αυτό το αστείο με τον «άνθρωπο», και όχι τον ποδοσφαιριστή, Μπουμσόνγκ, που δεν θυμίζει κανέναν από τους… πτωχούς τω πνεύματι συναδέλφους του και προτιμά, στην εξωγηπεδική του ζωή, να διαβάζει ιστορία, φιλοσοφία, λογοτεχνία, ποίηση, να συλλέγει… πεταλούδες, να επισκέπτεται μουσεία και να συχνάζει σε εστιατόρια που σερβίρουν μονάχα γαλλικό κρασί εξαιρετικής εσοδείας από το 1912… Ας σταματήσει εδώ, πριν καταντήσει ανυπόφορα γραφική, αυτή η ενορχηστρωμένη προσπάθεια να μας πείσουν κάποιοι ότι ο Παναθηναϊκός έχει πλέον στις τάξεις του έναν αυθεντικό απόγονο του γαλλικού Διαφωτισμού, τον άνθρωπο που ξέρει… γαλλικά και πιάνο. Και ας μας απαντήσει, κάποιος, στο εξής απλό ερώτημα: Από μπάλα σκαμπάζει τίποτα; Ή θα γελάσει, πάλι, ο κάθε πικραμένος;

Πέντε... αγάπες για το καλοκαίρι


Το ποδοσφαιρικό μυθιστόρημα, το αθλητικό βιβλίο εν γένει, είναι μια ιστορία… πονεμένη και αρκούντως παρεξηγημένη, ειδικά στην Ελλάδα. Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, το μυαλό μου ανατρέχει φευγαλέα σε όλες εκείνες τις απόπειρες -στο 2ο όροφο του «Ελευθερουδάκη» στην Πανεπιστημίου, στο πατάρι του Παπασωτηρίου, λίγο πιο κάτω, πριν τη Στοά Πεσμαζόγλου, ή στα πιο «φρέσκα» Public και Fnac- να βρω, ανάμεσα σε ένα σωρό από βιβλία που έχουν να κάνουν με την προπονητική, την άσκηση, την υγεία, τη διατροφή, την ορειβασία, την κωπηλασία ή ακόμα και το… μπριτζ, ένα πραγματικά καλό αθλητικό ανάγνωσμα, που θα αφηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία, ένα καλό ρεπορτάζ ή μια εμπειρία ζωής… Τζίφος, τις περισσότερες φορές. Η ελληνική βιβλιογραφία είναι πολύ περιορισμένη και η ξενόγλωσση όχι και τόσο ενημερωμένη, τουλάχιστον όταν αναζητάς κάτι στο βιβλιοπωλείο και όχι στο Διαδίκτυο. Με το καλοκαίρι να βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, υπάρχουν ωστόσο κάποια βιβλία που κάθε ποδοσφαιρόφιλος -και όχι μόνο- θα μπορούσε άφοβα να πάρει μαζί του στην παραλία, αντί για την καθιερωμένη αθλητική εφημερίδα που, ούτως ή άλλως, τα ίδια θα γράφει και σήμερα, τα ίδια και αύριο, και μεθαύριο… Ιδού, λοιπόν, πέντε προτάσεις αθλητικών βιβλίων για τις… ήσυχες μέρες του Αυγούστου:

1) Παιχνίδι χωρίς όρια (του Χρήστου Σωτηρακόπουλου, από τις εκδόσεις Τόπος): Είναι δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως, οι ποδοσφαιρικές στιγμές που μπορεί κανείς να ανασύρει από τη μνήμη του και να κολλήσει δίπλα τους την ταμπέλα «έγραψαν Ιστορία». Από την αιώνια κόντρα της Σέλτικ με τους Ρέιντζερς μέχρι την ποδοσφαιρική «Γκουέρνικα» των Ισπανών, ο γνωστός δημοσιογράφος και σχολιαστής παραθέτει μία σειρά από μικρές ή μεγαλύτερες, γνωστές ή άγνωστες ιστορίες σχετικά με το «βασιλιά των σπορ», καλύπτοντας ένα χρονικό φάσμα από το 1888 μέχρι το 2008. Ευχάριστο, συγκινητικό, διδακτικό, αλλά, κυρίως, αληθινό, το έργο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου φροντίζει να μας υπενθυμίσει ότι, πολύ συχνά, το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι «mes que un sport»…

2) «Σκίσε το manual» (του Βασίλη Σαμπράκου, από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα): Το «alter ego» του διευθυντή της «Εξέδρας» και ήρωας του πρώτου συγγραφικού του εγχειρήματος είναι ο Δημήτρης Αλεξάνδρου, ένας αθλητικός δημοσιογράφος, διευθυντής εφημερίδας και παραγωγός ραδιοφώνου, που αποφασίζει να επιχειρήσει το «μεγάλο κόλπο»: να στήσει 11 αγώνες του ελληνικού ποδοσφαίρου και να «παίξει» στον αέρα του ραδιοφώνου όλες τις ηχογραφημένες συνομιλίες, τις επαφές με τα πρόσωπα που τον βοήθησαν να καθορίσει τα αποτελέσματα των παιχνιδιών. Είναι το Greek soccergate, που ανατινάζει το ποδοσφαιρικό οικοδόμημα. Με αυτά τα λόγια περιγράφεται, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, το μυθιστόρημα του Βασίλη Σαμπράκου. Εάν, ωστόσο, μπείτε στον κόπο να το διαβάσετε, θα διαπιστώσετε ότι είναι πολύ περισσότερα από αυτό…

3) Πελέ: Η αυτοβιογραφία (από τις εκδόσεις Πατάκη): Σύμφωνοι. Είναι από τους ανθρώπους που αγαπάς να μισείς, ειδικά αν λέγεσαι (ή αν είσαι) ο Μαραντόνα. Έχει μεγαλώσει, έχει γεράσει, παραμένει αλαζονικός, σε σημείο γραφικότητας, και οι προβλέψεις του μόνο επιτυχημένες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν… Η αυτοβιογραφία του, ωστόσο, γραμμένη με αυθεντικό συναίσθημα και συχνά εύστοχο χιούμορ, δεν παύει να είναι ένα πραγματικό «διαμαντάκι», έστω και αν το ίδιο το «μαύρο διαμάντι» δεν λέει όλα όσα θα μπορούσε να πει…

4) George Best - Ο καλύτερος: Η αυτοβιογραφία (Πλατύπους Εκδοτική): Ο αείμνηστος Τζορτζ Μπεστ, από την άλλη, υπήρξε πάντοτε πολύ πιο ειλικρινής, ρεαλιστής και κυνικός από τον Πελέ. Χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς υπεκφυγές, διχασμένος ανάμεσα στην αγάπη του για το ποδόσφαιρο και στο πάθος του για το αλκοόλ, ο σπουδαίος άσος άνοιξε την καρδιά του στο φίλο του και αθλητικογράφο, Ρόι Κόλινς, με τη βοήθεια του οποίου δημιούργησε ένα βιβλίο συναρπαστικό, ένα βιβλίο γεμάτο με μαθήματα ζωής, σκληρές αλήθειες και ποδόσφαιρο, πολύ ποδόσφαιρο… Απλά, άχαστο!

5) Καταραμένη ομάδα (του Ντέιβιντ Πις, σε μετάφραση Χρίστου Χαραλαμπόπουλου, από τις εκδόσεις Τόπος): Εκκεντρικός, ιδιοφυής, εριστικός, προκλητικός, αθυρόστομος, παρανοϊκός… Αυτοί είναι μερικοί μόνο από τους χαρακτηρισμούς που μπορούν να αποδοθούν σε μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του αγγλικού ποδοσφαίρου, τον Μπράιαν Κλαφ. Το βιβλίο του Ντέιβιντ Πις αφηγείται την ιστορία της εξαιρετικά βραχύβιας (μόλις 44 ημέρες) θητείας του εκλιπόντος Βρετανού τεχνικού στον πάγκο της Λιντς Γιουνάιτεντ, πριν από 36 χρόνια. Επίκαιρο όσο ποτέ, με γλώσσα που τσακίζει κόκαλα, αιχμηρό, πνευματώδες, αλλά και… οινοπνευματώδες (sic), το μυθιστόρημα του Πις δημιουργεί μια ασφυκτική, καφκική ατμόσφαιρα, που θα «στοιχειώσει» τον αναγνώστη ακόμα και μετά το πέρας των 489 σελίδων…

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Οι 10+1 «top» μεταγραφές στην Ελλάδα


Όταν, πέρυσι, ο Τζιμπρίλ Σισέ αποφάσιζε να περπατήσει πάνω στο «χαλί» των ευρώ που του «έστρωνε» η διοίκηση του Παναθηναϊκού, κανένας δεν περίμενε αυτό που θα ακολουθούσε, ένα χρόνο αργότερα… Ενα άνευ προηγουμένου «πάρτι». Η μεταγραφή του Αλμπερτ Ριέρα στον Ολυμπιακό «έσπασε» κάθε ρεκόρ, ενώ παίκτες όπως οι Γκοβού, Ρόμενταλ, Ιμπαγάσα, Ντιόπ και Μπουμσόνγκ, που αποκτήθηκαν από τους τρεις «μεγάλους» του πρώην ΠΟΚ, αποδεικνύουν ότι η Σούπερ Λίγκα αρχίζει να «σκαρφαλώνει» ψηλότερα στη λίστα με τις προτιμήσεις σπουδαίων ποδοσφαιριστών από τα μεγαλύτερα πρωταθλήματα της Ευρώπης και του κόσμου.

Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, τα μεγάλα ονόματα που «καταδέχονταν» να παίξουν στην… Ψωροκώσταινα αποτελούσαν την εξαίρεση, και όχι τον κανόνα. Εστω κι έτσι, οι Ελληνες φίλαθλοι ευτύχησαν να δουν παίκτες όπως ο Ριβάλντο, ο Ζιοβάνι, ο Σόουζα και ο Γκαμάρα π.χ., να φοράνε τη φανέλα ελληνικών συλλόγων. Ιδού, λοιπόν, οι 10+1 σπουδαιότεροι άσοι που αγωνίστηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία 20 -συγγνώμη, αγαπητοί κύριοι Φαν Ντε Κέρκοφ, Ζάετς και Ντέταρι- χρόνια…

Όλεγκ Προτάσοφ (Ολυμπιακός, 1990): ο «νέος Μπλαχίν», όπως αποκαλούσαν κάποτε τον Ουκρανό επιθετικό, ήρθε στην Ελλάδα, όταν στον πάγκο του Ολυμπιακού καθόταν ο… αυθεντικός Μπλαχίν. Σε τέσσερα χρόνια είχε 83 συμμετοχές και 48 γκολ, ενώ κατέκτησε και το Κύπελλο το 1992.

Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς (ΑΕΚ, 1991): έχοντας στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης με τον Ερυθρό Αστέρα την ίδια χρονιά, ο Μαυροβούνιος άσος ήρθε στην ΑΕΚ το 1991 και φόρεσε τα «κιτρινόμαυρα» μέχρι το 1996, ενώ στη συνέχεια αγωνίστηκε και στον Ολυμπιακό. Η θητεία του στη Νέα Φιλαδέλφεια συνέπεσε με την κατάκτηση τριών συνεχόμενων πρωταθλημάτων, ενώ ο «Σάμπα» πανηγύρισε άλλα δύο, ως παίκτης του Ολυμπιακού.

Ζλάτκο Ζάχοβιτς (Ολυμπιακός, 1999): η μεταγραφή του, από την Πόρτο στον Ολυμπιακό, ήταν σίριαλ με ‘’happy end’’. Τα 4.500.000.000 δρχ. ωστόσο, που ξόδεψαν οι «ερυθρόλευκοι» για να τον αποκτήσουν, δεν έπιασαν τόπο ποτέ. Το 2000, ο κακομαθημένος «μουντιαλικός» άσος πήρε μεταγραφή στη Βαλένθια, έναντι 3.000.000.000 δρχ.

Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα (Ολυμπιακός, 1999): ο πιο αγαπητός ξένος ποδοσφαιριστής που πέρασε ποτέ από τον Πειραιά. Με σημαντική θητεία στην Μπαρτσελόνα και την Εθνική Βραζιλίας, ο «Ζιό» έγινε αντικείμενο λατρείας, οδηγώντας τον Ολυμπιακό στην κατάκτηση πέντε πρωταθλημάτων και ενός Κυπέλλου, με συνολικό απολογισμό 209 συμμετοχές και 98 γκολ.

Ζούλιο Σέζαρ (Παναθηναϊκός, 1999): το «παλμαρέ» του, εντυπωσιακό. Οι ηγετικές του ικανότητες, αναμφισβήτητες. Κι όμως… Μία από τις σπουδαιότερες μεταγραφές στην ιστορία του Παναθηναϊκού δεν άργησε να εξελιχθεί σε ένα μεγαλοπρεπές… φιάσκο! Στα 36 του χρόνια, ο Βραζιλιάνος αμυντικός μέτρησε μόλις τέσσερις συμμετοχές με το «τριφύλλι» και έφυγε με τη «ρετσινιά» μίας από τις πιο αποτυχημένες μεταγραφές όλων των εποχών!

Πάολο Σόουζα (Παναθηναϊκός, 2000): πρωταθλητής Ευρώπης με τη Γιουβέντους το 1996 και την Ντόρτμουντ το 1997, ο Πορτογάλος άσος αποκτήθηκε από την Ιντερ έναντι του ποσού των 9 εκατ. ευρώ. Η προσφορά του στον Παναθηναϊκό ήταν αντιστρόφως ανάλογη της μεγάλης αξίας του, αλλά οι φίλοι του «τριφυλλιού» θυμούνται ακόμα εκείνο το γκολ με απευθείας φάουλ που πέτυχε κόντρα στη Γιουβέντους, σε αγώνα για το Champions League.

Κάρλος Γκαμάρα (ΑΕΚ, 2001): μέλος της κορυφαίας 11άδας του Μουντιάλ το 1998 και μόνιμο στέλεχος της Εθνικής Παραγουάης, ο ύψους μόλις 1,78μ. κεντρικός αμυντικός έδωσε τα διαπιστευτήριά του και με την ΑΕΚ τη σεζόν 2001-02. Είχε 40 συμμετοχές και ένα γκολ και η επόμενη σεζόν τον βρήκε στην Ιντερ, όπου παρέμεινε για τρία χρόνια.

Κριστιάν Καρεμπέ (Ολυμπιακός, 2001): πολλοί, αμφισβητώντας την ποδοσφαιρική του αξία, επιλέγουν να τον θυμούνται ως τον άντρα που «έριξε» την Αντριάνα Σκλεναρίκοβα. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι ο Γάλλος άσος, κατά την τριετή θητεία του στην Ελλάδα, πρόσφερε στον Ολυμπιακό πολλά περισσότερα από τις 99 συμμετοχές, τα τέσσερα γκολ και τα δύο πρωταθλήματά του…

Ριβάλντο Βίτορ Μπόρμπα Φερέιρα (Ολυμπιακός, 2004): ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του κόσμου το 1999 και παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Βραζιλία το 2002, ήρθε στη χώρα μας το καλοκαίρι εκείνο των Ολυμπιακών Αγώνων, του Euro και της… Eurovision και κατέκτησε τα πάντα με τον Ολυμπιακό. Μετά από 101 εμφανίσεις και 44 γκολ, το «διαζύγιο» των δύο πλευρών μόνο… βελούδινο δεν ήταν και ο Ριβάλντο φόρεσε τη φανέλα της ΑΕΚ, ώσπου να χαθούν τα ίχνη του κάπου στο μακρινό Ουζμπεκιστάν…

Ζιλμπέρτο Σίλβα (Παναθηναϊκός, 2008): το 2008 ο Παναθηναϊκός εισέρχεται στην εποχή της πολυμετοχικότητας και ένα μεγάλο όνομα είναι ό,τι καλύτερο, για να επισφραγίσει την έναρξη της νέας εποχής. Το βρίσκει στο πρόσωπο του αρχηγού της Εθνικής Βραζιλίας, ο οποίος αφήνει την Αρσεναλ για το «τριφύλλι», προκαλώντας αίσθηση σε όλο τον κόσμο. Μετά τη μέτρια πρώτη σεζόν, το νταμπλ στη δεύτερη χρονιά του στην Παιανία αποτελεί, απλά, άλλη μια επιβεβαίωση της αξίας του Ζιλμπέρτο Σίλβα…

Τζιμπρίλ Σισέ (Παναθηναϊκός, 2009): ο Γάλλος σούπερ σταρ έδωσε τέλος στην «ανομβρία» ετών για τον Παναθηναϊκό, οδηγώντας τον στην κατάκτηση του περσινού πρωταθλήματος και τερματίζοντας πρώτος στον πίνακα των σκόρερ με 23 γκολ. Φέτος, ετοιμάζεται να επαναλάβει τα κατορθώματά του… Θα τα καταφέρει;

Λίνεν out, στράικερ in...


Ανέτοιμος. Ασύνδετος. Προβληματικός στην ανάπτυξη, με λάθος διάταξη και με επιθετική παρουσία ισχνή. Μετά από ένα μήνα προετοιμασίας και δύο επίσημα ματς, κόντρα στην αδύναμη Μπέσα, ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε την Πέμπτη στο άδειο «Καραϊσκάκη» τη -σαφώς πιο επικίνδυνη από τους Αλβανούς- Μακάμπι και επικράτησε δύσκολα με 2-1. Τι συμπεράσματα προκύπτουν από το χθεσινό ματς;

1) Οι «ερυθρόλευκοι» χρειάζονται επειγόντως σέντερ φορ. Δεν είναι ανάγκη να είναι «όνομα», αλλά να ξέρει να βάζει την μπάλα στο «πλεκτό». Ο Ιλάν μπορεί να είναι μια καλή λύση. Ο Πάντελιτς, μια εξαιρετική. Το βέβαιο είναι πώς η χρονιά δεν μπορεί να βγει με τον Ντιόγκο να «βουτάει» καλύτερα και από τον… Γκρεγκ Λουγκάνις, τον Ντάρμπισαϊρ να είναι μία του ύψους και μία του βάθους και τον Μήτρογλου… άστο καλύτερα. Όποιος έχει μάτια, βλέπει.

2) Αφού ο Γκαλίτσιος δεν μπορεί; Γιατί κάποιοι εκεί στον Πειραιά επιμένουν να τον εκθέτουν;

3) Για να ανοίξει μια κλειστή άμυνα, όπως αυτή των Ισραηλινών, όπως αυτές των περισσότερων ομάδων που θα έρθουν να παίξουν με πανομοιότυπο τρόπο στο «Καραϊσκάκη», χρειάζεται ένας παίκτης «μπουκαδόρος», ένας παίκτης… Ζαϊρί. Ο Μαροκινός μπήκε στο 52’, έκανε τη δουλειά που δεν έκαναν νωρίτερα ούτε ο Μιραλάς ούτε ο Ρόμενταλ, και πρόλαβε να χριστεί σκόρερ, αλλά και MVP του Ολυμπιακού, ωστόσο το τελευταίο αυτό βραβείο θα έπρεπε να το είχε μοιραστεί εξ ημισείας με τον Μπάνικ, ο οποίος άφησε την ομάδα του με δέκα παίκτες από το 60ό λεπτό.

4) Ο Λίνεν δεν θα «βγάλει» τη σεζόν στον πάγκο του Ολυμπιακού. Το πιστεύω 100%, το γράφω τώρα, εδώ, και, αν διαψευστώ, θα είμαι και πάλι εδώ, για να γράψω «mea culpa». Το μόνο που τον έσωσε από τη «γιούχα», χθες, ήταν ότι το «Καραϊσκάκη» ήταν άδειο, λόγω της τιμωρίας της ομάδας του Πειραιά. Πέρυσι, ο Κετσπάγια δεν είχε την ίδια τύχη. Το γήπεδο, τότε, ήταν γεμάτο… Είτε λοιπόν γιατί έδειξε ότι δεν ξέρει να διαχειριστεί το παρόν έμψυχο υλικό (ελαφρυντικό, οι απουσίες παικτών όπως ο Ιμπαγάσα και ο Ριέρα, στους οποίους αναμένεται να στηριχθεί η ομάδα), είτε γιατί το 4-4-2 αποδείχθηκε λάθος, είτε επειδή η υπόθεση πρόκριση είναι δύσκολη και μπορεί, στο Ισραήλ, να χαθεί, είτε γιατί δεν πιστεύω ότι ο Μαρινάκης είναι διατεθειμένος να ρισκάρει τη φετινή επένδυσή του, εμπιστευόμενος την ομάδα σε έναν προπονητή που δεν διάλεξε ο ίδιος, αλλά ο Κόκκαλης, είτε, στην τελική, επειδή το «προφίλ» του Γερμανού τεχνικού δεν ταιριάζει με το «προφίλ» του ρόστερ που «χτίζει» ο Ολυμπιακός, έχω την αίσθηση ότι, στην πρώτη «στραβή», ο Λίνεν θα αποτελέσει παρελθόν.


Μέχρι τότε, όμως, πολλά μπορούν να συμβούν. Για να είναι θετικά για τον Ολυμπιακό και αρνητικά για τους αντιπάλους του, αυτά που χρειάζεται να γίνουν άμεσα, είναι: να αποκτηθεί οπωσδήποτε ένας καθαρόαιμος φορ περιοχής, να κλείσει επιτέλους το ζήτημα της απόκτησης ενός ακόμα αμυντικού χαφ, που θα μπορεί εξίσου να κόβει και να δημιουργεί, και, τέλος, να καταλάβει ο Λίνεν που βρίσκεται! Πριν να είναι αργά! Ας ρωτήσει και τον Κετσπάγια...

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Ναι, ρε ΠΑΟΚ…


ΠΑΟΚ, λοιπόν. Με ψυχή, με πάθος, με τσαμπουκά, με την ποιότητα των Σαλπιγγίδη και Ίβιτς να δίνει τη λύση, να φέρνει το πολυπόθητο και τόσο πολύτιμο, σε εκτός έδρας αναμετρήσεις, γκολ. Ένα γκολ, κόντρα στη λογική του αγώνα στο Άμστερνταμ, που «υπαγόρευε» νίκη του Άγιαξ και μάλιστα, με ευρύ σκορ. Όντως, η εικόνα του αγώνα στο α’ ημίχρονο ήταν η αναμενόμενη. Ο ΠΑΟΚ έκανε το λάθος να μπει από την αρχή πολύ «μουδιασμένος» στο ματς και, φυσιολογικά, έδωσε μέτρα στον Άγιαξ, τα οποία η ολλανδική ομάδα δεν θα μπορούσε να μην εκμεταλλευθεί. Η ομάδα της Θεσσαλονίκης κλείστηκε στην περιοχή της και οι εμπνεύσεις του Σουάρες έφεραν πολλάκις τους Ολλανδούς κοντά στο γκολ, που ήρθε τελικά στο 13ο λεπτό, μετά από την τραγικότερη παγκοσμίως έξοδο όλων των εποχών, με την οποία «χρεώνεται» ο Κώστας Χαλκιάς. Από κει και πέρα, οι γηπεδούχοι κυριάρχησαν πλήρως και η ομάδα της Θεσσαλονίκης ήταν τυχερή που δεν πήγε στα αποδυτήρια για το ημίχρονο, έχοντας στην «πλάτη» της περισσότερα του ενός γκολ.

Το β’ ημίχρονο, είναι μια άλλη ιστορία, όπως έλεγε και εκείνος ο φοβερός τύπος στην περίφημη «Γλυκιά μου Ίρμα», με Τζακ Λέμον και Σίρλεϊ ΜακΛέιν. Ένας άλλος ΠΑΟΚ εμφανίστηκε στο γήπεδο, ένας ΠΑΟΚ που θύμισε πάρα πολύ το περσινό συμπαγές και ομοιογενές σύνολο του Φερνάντο Σάντος, που φρόντιζε πρώτα να… κοιμίσει τον αντίπαλο μέχρι… θανάτου και μετά να «χτυπήσει» στην κατάλληλη στιγμή. Η φάση της ισοφάρισης από τον Βλάνταν Ίβιτς μετά την ασίστ του Δημήτρη Σαλπιγγίδη αποτελεί την επιτομή της επιτυχημένης αντεπίθεσης και πολύ αμφιβάλλω εάν θα «έβγαινε» ποτέ, στην περίπτωση που ο Μουσλίμοβιτς βρισκόταν εντός αγωνιστικού χώρου… Από κει και πέρα, η ποιότητα του «Σάλπι» σε μια ομάδα στην οποία ξεχωρίζει σαν τη «μύγα μες το γάλα» έκανε τη διαφορά, όπως επίσης και το εξαιρετικό «τελείωμα» του Ίβιτς, που δεν άφησε τη μεγάλη ευκαιρία να πάει χαμένη.

Το 1-1 κάνει το έργο του ΠΑΟΚ στη ρεβάνς της «φλεγόμενης» Τούμπας σαφώς πιο εύκολο, αλλά περιθώρια εφησυχασμού δεν χωρούν. Όπως φάνηκε ξεκάθαρα χθες, οι Ολλανδοί βρίσκονται ποιοτικά πολύ πιο κάτω ακόμα και από τις ομάδες που είχαν στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν. Δεν παραμένουν το φαβορί, όπως επιβάλλουν τα ποδοσφαιρικά κλισέ να ακούσουμε από τα χείλη του Δερμιτζάκη και των παικτών του όλη την εβδομάδα πριν το μεγάλο ματς, αλλά η ποιότητα του Σουάρες στην επίθεση είναι αρκετή για να εκθέσει την επιεικώς απαράδεκτη, αυτή τη χρονική περίοδο, αμυντική γραμμή του ΠΑΟΚ. Ειδικά οι Τσιρίλο και Μαλεζάς συνθέτουν -επαναλαμβάνω, τη δεδομένη χρονική στιγμή- το πιο «κωμικό» δίδυμο από την εποχή του… Χοντρού και του Λιγνού.

Άρα, η «συνταγή» της πρόκρισης είναι δεδομένη. Χαμηλό τέμπο, έλεγχος του παιχνιδιού στο χώρο του κέντρου, «δεμένες» μεσαία και αμυντική γραμμή -όπου ο Γκαρσία θα πρέπει να μην αφήσει μόνο του τον Βιτόλο να τρέχει και πάλι σαν τον… Βέγγο- και μια επίθεση που θα φροντίζει συχνά-πυκνά να… υπενθυμίζει στους Ολλανδούς ότι… «ε, παιδιά, είμαστε κι εμείς εδώ». Αν γίνουν όλα αυτά, η μισή δουλειά θα έχει γίνει. Την άλλη μισή, θα την κάνει η Τούμπα…

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Μαδώντας τη μαργαρίτα…


ΑΕΚ: η ιστορία της ομάδας όλη, ένας διχασμός. Από τότε που την θυμάμαι, από τα… μικράτα μου, που λένε. Οι μισοί «Ενωσίτες» με τον Μπάγεβιτς, να τον αποκαλούν «πρίγκιπα» και να λιώνουν, οι άλλοι μισοί να τον φωνάζουν «βάτραχο» και να τυπώνουν πεντοχίλιαρα με τη μορφή του… Οι μισοί ΑΕΚτσήδες να πανηγυρίζουν τα γκολ του Ντέμη στη σκεπαστή και να αναγνωρίζουν ότι εκείνος «έσωσε» την ΑΕΚ, όταν ανέλαβε την προεδρία, και οι άλλοι μισοί να του καταλογίζουν σπατάλες, λανθασμένες επιλογές και κακοδιαχείριση… Πέρυσι πάλι; Οι μισοί με τον Σκόκο, οι άλλοι μισοί εναντίον του… Κυλάει στο αίμα μας ο διχασμός, καθώς φαίνεται.

Έτσι και τώρα, λοιπόν, η νέα αιτία «διχασμού» είναι η απόδοση της ομάδας στα… φιλικά. Τι να πιστέψουμε κι εμείς οι δύσμοιροι φίλαθλοι της ομάδας; Ότι η ομάδα «πετάει» και πάει για πρωτάθλημα; Ότι φέτος «τα θέλουμε όλα», όπως είπε ο Αδαμίδης; Ή να εμπιστευθούμε το ένστικτο και τη λογική μας, που λέει ότι και άλλες χρονιές η ΑΕΚ «πέταγε» στα φιλικά, αλλά, όταν ερχόταν η ώρα για τα επίσημα ματς, σερνόταν;

Η αλήθεια βρίσκεται μάλλον κάπου στη μέση… Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο γεγονός ότι, όντως, η φετινή ΑΕΚ «χτίζεται» πάνω σε στέρεες βάσεις και αποπνέει «υγεία», αντίθετα με την περασμένη, μίζερη και «άρρωστη» σεζόν. Η εικόνα στα φιλικά, είτε κόντρα σε χαμηλής είτε κόντρα σε υψηλότερης δυναμικότητας αντιπάλους, είναι καλή και επιτρέπει την αισιοδοξία. Εντάξει όλα αυτά, αλλά μέχρι εκεί. Έχουμε πάθει και πρέπει, πια, να έχουμε μάθει. Άλλο τα φιλικά, άλλο τα επίσημα παιχνίδια. Θα έρθουν και τα δύσκολα. Θα έρθουν και οι ήττες. Θα έρθουν και οι αναμετρήσεις με καλύτερους, ποιοτικότερους, πιο «γεμάτους» αντιπάλους. Εκεί θα δούμε πόσα απίδια χωράει ο σάκος. Εκεί θα δούμε τι «ψάρια» πιάνουμε. Στα δύσκολα, το φθινόπωρο, το χειμώνα, την άνοιξη, στο πρώτο και στο δεύτερο μισό του πρωταθλήματος. Τότε θα δούμε εάν ο «Λύμπε» και ο Δέλλας μπορούν να συνεισφέρουν το ίδιο στο χορτάρι και στα αποδυτήρια. Εάν ο Σκόκο ξαναβρήκε το κέφι του για μπάλα. Εάν ο Τζεμπούρ έβαλε επιτέλους τα μυαλά του κάτω από τα... λιγοστά, ούτως ή άλλως, μαλλιά του. Εάν ο Λεονάρντο μπορεί να δικαιώσει τις προσδοκίες. Εάν ο Μάκος είναι έτοιμος να γίνει παίκτης πρώτης γραμμής. Εάν ο Μανωλάς και ο Γκέντσογλου μπορούν να σηκώσουν το βάρος της φανέλας. Εάν ο Ντιόπ θα προσφέρει αυτά, τα οποία περιμένουν όλοι. Εάν ο Μπλάνκο το «έχει» ακόμα ή το «έχασε» την περασμένη σεζόν. Εάν ο Μαϊστόροβιτς θα «δέσει» με τον Δέλλα στο κέντρο της άμυνας… Πολλά εάν, πάρα πολλά, για τα οποία μόνο ενδείξεις μπορούμε να έχουμε τώρα, όχι συμπεράσματα.

Μεγάλο ρόλο, τον καθοριστικότερο ίσως, θα παίξει ο ίδιος ο Μπάγεβιτς. Θα καταφέρει να βάλει νερό στο κρασί του και να συνεργαστεί με παίκτες, που πέρυσι λοιδωρούσε σε κάθε ευκαιρία; Θα αναγνωρίσει τις δικές του ευθύνες, τα δικά του λάθη; Θα «θωρακίσει» τα αποδυτήρια ξανά, όπως… τότε; Θα γίνει ξανά ο ηγέτης, ο καθοδηγητής, ο πολυνίκης προπονητής; Ή θα αρχίσει πάλι τα περσινά, όταν θα έρθει η πρώτη «στραβή»;

Υπάρχει όμως και μια άλλη παράμετρος. Αυτή της διοίκησης και συγκεκριμένα, του κυρίου Αδαμίδη. Οσο καλό κι αν είναι το «κλίμα» στην ομάδα τη δεδομένη χρονική στιγμή, τόσο ευαίσθητες είναι και οι ισορροπίες. Μία πρόταση ανανέωσης στον Τζεμπούρ και στον Σκόκο π.χ., μπορεί να προκαλέσουν ακόμα μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στον Μπλάνκο. Ο δις πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος βαρέθηκε πια -και δεν το κρύβει- να ακούει για εκείνη την περίφημη πρόταση ανανέωσης, που όλο έρχεται και ποτέ δεν φτάνει… Συν τοις άλλοις, ακούει και διαβάζει ότι η ΑΕΚ απέρριψε προσφορά της Ανόρθωσης για την απόκτησή του, ύψους 800.000 ευρώ, αλλά με ένα εκατομμύριο το… συζητάει. «Κοψοχρονιά» δηλαδή, όταν πέρυσι ο ίδιος παίκτης δεν παραχωρήθηκε στους σεΐχηδες του Κατάρ, που έδιναν 4.000.000 ευρώ. Παρανοϊκά πράγματα δηλαδή… Στο «σφυρί» ο κορυφαίος μας σκόρερ, και με τιμή… όσο-όσο; Και, την ίδια ώρα, ο Αδαμίδης να δηλώνει ευθαρσώς «δεν ξεπουλάμε;». Τι ισχύει, τελικά; Και πώς θα διατηρηθεί το καλό «κλίμα», εάν η διοίκηση επιμείνει σε αυτήν την τακτική της διγλωσσίας απέναντι σε ΜΜΕ και ποδοσφαιριστές; Ή, εάν αποφασίσει την ύστατη ώρα και κόντρα στα πλάνα του Μπάγεβιτς, να πουλήσει έναν πρωτοκλασάτο παίκτη και να μην καταφέρει κιόλας να τον αντικαταστήσει επαρκώς; Τι θα γίνει τότε;