Παλτό: ουσιαστικό, ουδέτερο, άλλοτε κλιτό (του παλτού, τα παλτά) και άλλοτε άκλιτο. Το παλτό είναι πανωφόρι από μάλλινο ή άλλο ύφασμα, μπορεί να είναι σχετικά κοντό (λέγεται τότε ημίπαλτο) ή μακρύ και να κλείνει με κουμπιά ή/και ζώνη. Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, η λέξη προήλθε στα ελληνικά από την ιταλική ‘’palto’’, η οποία με τη σειρά της προήλθε από τη γαλλική ‘’paletot’’. Στα μεσαιωνικά αγγλικά απαντάται ο τύπος ‘’paltoke’’, με την έννοια «κοντό πανωφόρι, είδος ζακέτας».
Προφανώς, το παλτό είναι ένα ρούχο, το οποίο φοριέται αποκλειστικά το χειμώνα. Οταν μιλάμε για ποδόσφαιρο όμως -και συγκεκριμένα, για το ελληνικό πρωτάθλημα-, η λέξη «παλτό» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον παίκτη εκείνο που έρχεται να παίξει μπάλα στη χώρα μας και αντιμετωπίζεται περίπου ως «Μεσσίας», αλλά καταλήγει να φύγει… νύχτα, κακήν-κακώς. Συνήθως, ένα καλό «παλτό» είναι ένα μείγμα ακριβής τιμής, τραγικής προσφοράς και αδιάφορης συμπεριφοράς, που καταλήγει να «φεσώσει» τη διοίκηση, να φέρει τον προπονητή και τους συμπαίκτες του στα πρόθυρα νευρικής κρίσης και να μνημονεύεται με γέλια ή/και με κλάματα από τους φιλάθλους.
Οι… παιχταράδες που θα παρελάσουν και φέτος στο πρωτάθλημα της Σούπερ Λίγκας είναι πολλοί και, ήδη, οι πρώτες «καραβιές» άρχισαν να καταφθάνουν. Με την ευκαιρία αυτή, ακολουθεί η δική μου λίστα με τα 10 πιο… καλοραμμένα «παλτά» των τελευταίων 20 ετών στην Ελλάδα.
Ερίκ Ραμπεσαντρατανά: Το όνομά του αποτελεί γλωσσοδέτη, οπότε μπορεί να τον θυμάστε και ως… «Οβελίξ». Ο υπέρβαρος στόπερ της Παρί Σεν Ζερμέν ήρθε στην Αθήνα για λογαριασμό της ΑΕΚ το 2001, αλλά έμεινε μόλις έξι μήνες. Ο Γάλλος ποδοσφαιριστής «ερωτεύτηκε» την ελληνική κουζίνα με την πρώτη… μπουκιά και τα σουβλάκια έγιναν το αγαπημένο του γεύμα. Οι πίτσες και οι κάθε λογής λιχουδιές δεν άργησαν να ακολουθήσουν και σύντομα ο Ραμπεσαντρατανά βρέθηκε όχι μόνο εκτός 11άδας, αλλά και εκτός… πάγκου της «Ενωσης», γιατί, αν καθόταν σε αυτόν, μπορεί και να τον είχε… σπάσει.
Χόρχε Μπερμούδες: Προερχόμενος από την κατάκτηση του Κόπα Λιμπερταδόρες ως αρχηγός της Μπόκα Τζούνιορς και κουβαλώντας το «παράσημο» της φιλίας του με τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο αποκαλούμενος και «Ελ Πατρόν» ήρθε στην Ελλάδα το 2001, για να λύσει το αμυντικό πρόβλημα του Ολυμπιακού. Το επεισόδιο στα αποδυτήρια του «Ριαθόρ» με τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο μετά το 2-2 κόντρα στην Ντεπορτίβο Λα Κορούνια αποτέλεσε την αρχή του τέλους για τον Κολομβιανό αμυντικό, που εγκατέλειψε τον Πειραιά τον Ιούλιο του 2003, αφήνοντας αιχμές για τους προπονητές του και για τη διοίκηση του Ολυμπιακού, η οποία είχε δαπανήσει 3,5 εκατ. δολάρια για να τον αποκτήσει, ενώ τον πλήρωνε και με 1 εκατ. δολάρια ετησίως!
Φλάβιο Κονσεϊσάο: Μετά από ένα μεταγραφικό σίριαλ που έμοιαζε να μην έχει τέλος, ο Βραζιλιάνος αμυντικός χαφ φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού το καλοκαίρι του 2005. Η μεταγραφή του κόστισε στην «πράσινη» διοίκηση περισσότερα από 4 εκατ. ευρώ και ήταν αρκετή για να γεμίσει το ΟΑΚΑ σε φιλικό Αύγουστο μήνα, αλλά μέχρι εκεί. Η προσφορά του στην ομάδα κρίθηκε ανεπαρκής, σε σχέση με το παχυλό συμβόλαιό του, και τα 14 παιχνίδια στα οποία πρόλαβε να φορέσει τη φανέλα με το «τριφύλλι» στο στήθος ήταν και τα τελευταία της καριέρας του.
«Μπέπε» Σινιόρι: Ο τρεις φορές πρώτος σκόρερ της Serie A και έβδομος σκόρερ όλων των εποχών στο Campionato φόρεσε σε ηλικία 36 ετών τη φανέλα του Ηρακλή. Οι «γριές» άρχισαν να ονειρεύονται πρωτάθλημα, ωστόσο, όπως πολύ γρήγορα αποδείχθηκε, το μόνο που ήθελε ο Ιταλός άσος ήταν να ξεκουράσει το ταλαιπωρημένο του κορμί στους χαλαρούς ρυθμούς της Θεσσαλονίκης. Με μόλις επτά συμμετοχές και ένα γκολ, η προσφορά του ήταν αντιστρόφως ανάλογη της αξίας του, ενώ και η αποχώρησή του από το «Γηραιό» ήταν επεισοδιακή, καθώς η λύση βρέθηκε μέσω της δικαστικής οδού.
Εντβάλντο: «Ο διάδοχος του Πελέ», όπως τον είχε αποκαλέσει το καλοκαίρι του 1990 ο Αργύρης Σαλιαρέλης, πρόσφερε απλόχερα… γέλιο, και όχι ποδοσφαιρική «μαγεία», όπως περίμεναν οι φίλοι του Ολυμπιακού. Οι διηγήσεις της εποχής στέκονται ακόμη σε εκείνο το ματς με τον Ιωνικό για το Λιγκ Καπ, κατά το οποίο ο Βραζιλιάνος σκόραρε -με πέναλτι- το μοναδικό γκολ στην εν Ελλάδι καριέρα του. Οταν στράφηκε στην εξέδρα των «ερυθρόλευκων», για να πανηγυρίσει, ο άτυχος Εντβάλντο άκουσε το όνομά του να γίνεται σύνθημα, συνοδευόμενο από το πλέον διάσημο ελληνικό «κοσμητικό» επίθετο. Μην γνωρίζοντας ούτε λέξη από τη γλώσσα μας, συνέχισε απτόητος να χαιρετά και να χειροκροτεί τους φίλους του Ολυμπιακού, νομίζοντας ότι τον αποθέωναν…
Φέλιξ Μπόρχα: Σε πρωτοσέλιδο αθλητικής εφημερίδας το καλοκαίρι του 2006, ο σέντερ φορ από το μακρινό Εκουαδόρ υποσχόταν στους φίλους του Ολυμπιακού ότι θα πετύχει 25 γκολ. Παρά τις 30 συμμετοχές, η συγκομιδή του περιορίστηκε στα έξι και οι «ερυθρόλευκοι» θυμούνται ακόμη ότι χρειαζόταν… τρία στρέμματα γήπεδο, για να καταφέρει να κάνει κοντρόλ…
Ρετζινάλντο Ριβελίνο Τζιαντόζο «Πία»: «Κελεπούρι» από τα λίγα… Σε ηλικία 34 ετών, ο Βραζιλιάνος μέσος ήρθε στη Θεσσαλονίκη για τον ΠΑΟΚ το καλοκαίρι του 2007. Το μόνο που πρόλαβε να κάνει ωστόσο, ήταν να γράψει το όνομά του στο αστυνομικό δελτίο της συμπρωτεύουσας, όταν συνελήφθη να οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ. Προφανώς, πριν προχωρήσουν στην απόκτησή του, οι άνθρωποι της ομάδας της Θεσσαλονίκης είχαν ξεχάσει να κοιτάξουν το… ποινικό του μητρώο, καθώς ο «Πία» είχε κατηγορηθεί στην πατρίδα του, μεταξύ άλλων, για συνέργεια σε φόνο, οπλοφορία και οπλοκατοχή! Μπροστά σε αυτά, το γεγονός ότι οδηγούσε μεθυσμένος μοιάζει με πταίσμα…
Σάντορ Τόργκελε: Χαρακτηριστικό δείγμα της ποδοσφαιρικά παρακμάζουσας ουγγρικής σχολής, ο «βαρύς», αργός και «άμπαλος» σέντερ φορ του Παναθηναϊκού κατάφερε να κάνει όσο χειρότερα μπορούσε τη δουλειά, για την οποία αποκτήθηκε. Δίχως γκολ στο ενεργητικό του, πέτυχε ωστόσο να… θέλξει με την απόδοσή του και τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ, στον οποίο αγωνίστηκε μετέπειτα. Εκεί πρόλαβε να πετύχει -με πολύ κόπο και ιδρώτα, είναι η αλήθεια- ένα γκολ, πριν τα ίχνη του χαθούν κάπου στη Β’ Γερμανίας…
Ροντρίγκο «Φερούζεμ» Ράμος: Ενα από τα πιο… αξέχαστα «παλτά» στην ιστορία της ΑΕΚ, καθώς κόστισε 650 εκατ. δραχμές (τότε). Ηρθε το 2000 ως αρχηγός της Εθνικής Ελπίδων της Βραζιλίας, ωστόσο η ιστορία του στο ελληνικό πρωτάθλημα μπορεί εύκολα να συνοψιστεί στο επί σειρά ετών χρέος της «Ενωσης» προς την Παλμέιρας, καθώς και στην αδιανόητη «γκέλα» του στο 4-3 του Ολυμπιακού επί της ΑΕΚ, που «χάρισε» στους Πειραιώτες όχι μόνο ένα γκολ, αλλά και τον τίτλο. Οταν πια ο Βραζιλιάνος ήταν παρελθόν για τους «κιτρινόμαυρους», ένα… πουλάκι «σφύριξε» ότι το προσωνύμιο ‘’Ferrugem’’ σημαίνει στα πορτογαλικά (επίσημη γλώσσα της Βραζιλίας)… «ο σκουριάς».
Λάρα Γκαρσία Ντάνι: Υπήρξε ένας από τους μεγάλους σκόρερ της Primera Division, με αξιομνημόνευτη θητεία σε Μπαρτσελόνα και Μαγιόρκα. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού έσπευσαν στο αεροδρόμιο για να τον υποδεχτούν, το καλοκαίρι του 2005, αλλά το όνομά του δεν άργησε να γίνει… ανέκδοτο στα χείλη τους. Χαρακτηριστική περίπτωση παίκτη που ήρθε στην Ελλάδα για να… κολλήσει τα ένσημα, ο Ντάνι μνημονεύεται ακόμα και σήμερα στο Λιμάνι για την παρουσία του στον τελικό του Κυπέλλου το 2006. Οι «ερυθρόλευκοι» κέρδισαν εύκολα την ΑΕΚ με 3-0 και ο Ισπανός μπήκε ως αλλαγή στο 93ο λεπτό στη θέση του Μιχάλη Κωνσταντίνου. Λίγα λεπτά αργότερα, στην απονομή, ήταν ο μοναδικός που, αντί για τα παπούτσια του, φορούσε… σαγιονάρες. Είχε κουραστεί το παλικάρι από το πολύ τρέξιμο, φαίνεται…
Αυτό ήταν το -καθαρά υποκειμενικό- «top 10» των… καλοκαιρινών «παλτών» που πέρασαν ποτέ από το πρωτάθλημα της χώρας μας. Σύμφωνοι, έμειναν έξω ονόματα, όπως αυτά των Φέλιξ Αμποάγκουε, Ρασίντ Γιεκινί, Λουτσιάν Σανμαρτεάν, Ιγκόρ Μπίστσαν, Αντόνιο Φόλια, Ζούλιο Σέζαρ, Μάρσιο Αμορόζο, Φατίχ Ακιέλ, Γκαμπριέλ Αλβες, Νίκολα Μάλμπασα, Τζόνι Νόβακ, Ολεγκ Βιεγλίνσκι, Ιρανίλντο, Φεντερίκο Ασκάρατε, Χέλγκι Σίγκουρντσον και δεκάδων άλλων. Συμπαθάτε με, όμως… Είναι τόσοι πολλοί αυτοί οι απίθανοι «τύποι» που αγωνίστηκαν κατά καιρούς στα ελληνικά γήπεδα, που, όσο και αν προσπαθήσω να τους θυμηθώ όλους, όλο και κάποιον θα αδικήσω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου